-Διήγημα του Γιάννη Ζορμπαλά
.......
Φτάνοντας στο
«Κρηπίδωμα» σταμάτησα στο περίπτερο για να πάρω τσιγάρα. Δεν καπνίζω
συστηματικά, μόνο σε κάτι τέτοιες στιγμές ψυχικής… ανάτασης. «Σήμερα θα κάψω
ένα… θανατερό!».
Παίρνοντας τα ρέστα, μου έπεσαν δυο κέρματα
στο πεζοδρόμιο και έσκυψα να τα πάρω. Αισθάνθηκα –έτσι ανεξήγητα– πως
κάποιος με παρακολουθεί! Σήκωσα το κεφάλι και είδα απέναντί μου μια
μαυροφορεμένη γριούλα να με κοιτά. Σα να χαμογελούσε… Όχι… Μάλλον είχε ένα
πικρό χαμόγελο, μα με κοιτούσε ίσια στα μάτια. Πίσω της ήταν δυο ανοιχτοί κάδοι
απορριμμάτων και στήριζε πάνω τους το κορμάκι της, με τους αγκώνες.
«Έχεις παιδάκι μου πενήντα λεπτά;». Μου
είπε με σιγανή φωνή. Δεν απάντησα, κούμπωσα το μπουφάν μου, έβαλα τα χέρια στις
τσέπες και κάπως αμήχανος την ξανακοίταξα, προτού συνεχίσω το δρόμο μου. Το
βλέμμα της όμως με καθήλωσε. Ντράπηκα γιατί την κοιτούσα αμίλητος. Είχε μια
γλυκιά φυσιογνωμία, αριστοκρατική και τα μαλλάκια της πιασμένα κότσο. Η
καταπόνησή της ήταν εμφανής κι ο χρόνος είχε αφήσει τα ίχνη του κυλώντας σε
στενά ρυάκια, κάτω απ’ τα μάτια της. Φορούσε μια πλεκτή ζακέτα που ήταν
τρυπημένη και ένα παλιό ξεφτισμένο φόρεμα.
«Δεν είμαι ζητιάνα παιδάκι μου, εάν σου
περισσεύουν…».
«Ναι γιαγιά, πάρε».
(διαβάστε το διήγημα πατώντας στο σύνδεσμο από κάτω ) :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου