Του Χρόνου τ’ άστρο φώτισε μι’ αλγεινή Ιστορία
κι η Νέμεσις -τρανή Κυρά, κρατάει τα βιβλία.
Άσβεστες μνήμες διατηρεί και μελανά σημεία…
στο ’να βιβλίο το
έγκλημα -στ’ άλλο η τιμωρία!
……
Ναι, εμείς γίναμε λοιπόν, των ονείρων εμπρηστές.
Με το μαύρο της ψυχής μας βάψαμε τις εποχές
θιασώτες του ερέβους και αγνώμονες του κάλλους.
Στο χρέος μας κιοτέψαμε, γινήκαμε ριψάσπιδες
φονεύσαμε τους αδερφούς, τους διπλανούς, τους άλλους…
Και στον Αρμαγεδδώνα οι τυμβωρύχοι γίναμε,
νεκροσυλώντας σε ήρωες και σοφούς δασκάλους.
Ημιμαθείς, αχόρταγοι, στο κέρδος εθισμένοι
στης εξουσίας τη βούληση όντες υποταγμένοι,
επάνω τους ορμήσαμε σαν αιμοβόρες ύαινες
και τα κουφάρια τα ιερά
που ΄ταν στεφανωμένα με κότινο του κλέους,
εμείς διαμελίσαμε σκορπώντας τα κομμάτια τους
σε ανθρωπόμορφα θεριά και ταγούς εξωνημένους.
Εμείς οι δολοπλόκοι, ρήτορες και δημαγωγοί
αυτά τα εγκλήματά μας
που έπληξαν -αλίμονο- τα ίδια τα παιδιά μας,
φορτώσαμε στους αδερφούς, στους διπλανούς, τους άλλους…
Ύστερα μόνοι μείναμε
μες στου Θεού το άπειρο,
μες στην αιώνια ομορφιά, στ’ απέραντο γαλάζιο…
Τότε απ’ τον πανικό μας και την απελπισία μας
με μόνη μας απόδραση την πλήρη ομολογία,
της Ιστορίας γίναμε οι μοιραίοι Δικαστές.
Έτσι καταδικάσαμε, πλέον, τον εαυτό μας
και δαφνοστεφανώσαμε εχθρούς και αντιπάλους…
εμείς, του κόσμου οι κακοί
κι όλους τους προσκαλέσαμε να ’ρθουν στην τελετή,
σε ένα ακατοίκητο κι απόμακρο νησί.
Και την αυλαία κλείσαμε κι απ’ τη ντροπή δεν ρίξαμε
ούτε ματιά στους
άλλους…
Το
λαγαρό ρουφήξαμε θαλασσινό νερό,
με
γαλανό χορτάσαμε τ΄ απέραντου πελάγους
και
προς τον ουρανό- τί ομορφιά ! κοιτάξαμε
για
πρώτη μας φορά, ευγνώμονες του κάλλους,
ζητώντας
εξιλέωση
εμείς,
του κόσμου οι κακοί.
Στον βασιλιά τον ήλιο μας κάναμε προσευχή
δέσμιοι στις αχτίνες του-τυφλοί από το φως του-
κι ήταν σα να προσμέναμε ένα μεγάλο θάμα…
Κι έτσι αυτοδικούντες και αυτόχειρες συνάμα
φτιάχνοντας την θηλιά μας μ’ ένα χοντρό σχοινί,
στα μάτια κοιταχτήκαμε και απαγχονιστήκαμε
μπροστά σ’ όλους τους άλλους…
σε πρόχειρους πασσάλους!
Μήνας Σεπτέμβρης ήτανε-μια Κυριακή πρωί
που μαρμάρωσε η Φύση και σωπάσαν τα πουλιά,
ο ήλιος κατακόκκινη έβαψε την ακτή,
απλώθηκε ολόγυρα μια παγερή ηρεμία
και του Βοριά τ’ αερικά πέσαν σε υπνηλία…
Οι προσκληθέντες -ενεοί- απ’ τη φρικτή σκηνή,
έβλεπαν απ’ την θάλασσα ‘’την μαύρη τελετή’’
πάνω σε αλιευτικά και ναυλωμένα πλοία.
Το νέο εξαπλώθηκε σ’ όλη την πολιτεία,
βαρκούλες και πλοιάρια ερχόντουσαν γραμμή…
ήρθαν εργάτες,
χωρικοί, φτωχοί, κατατρεγμένοι
σ’ αυτή ‘’την
μαύρη τελετή’’ που ’ταν η
ειμαρμένη…
Στο τέλος ύψωσαν
ψηλά τα χέρια προς τον ήλιο
κλείνοντας μες στις
χούφτες τους του δίκιου το βασίλειο.
Τον ύμνο της Ειρήνης
έψαλλαν χέρι-χέρι
και ματωμένο πέταγε
εν’ άσπρο περιστέρι.
Ο ήλιος έδυσε νωρίς
στ’ ορίζοντα την άκρη
κι έμειν’ η Πλάση
κόκκινη, απ’ το δικό του δάκρυ…
….
Αυτά απαθανάτισαν μόνο δυο-τρεις ζωγράφοι
και δυο βιβλία ποιητών σε σκονισμένο ράφι.
Κάθε χρονιά την μέρα αυτή, απλή γίνεται μνεία
κι ο τόπος ονομάστηκε Κόκκινη Παραλία!
Σ’ ένα Μουσείο έπρεπε και σε χρυσή προθήκη
να μπει ετούτη η γραφή,
σαν παρακαταθήκη!
Στους νέους οι παλαιότεροι λεν για την Ιστορία
πως, ίσως έχει έρεισμα απ’ τη Μυθολογία…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΡΜΠΑΛΑΣ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε και παρουσιάζεται με αφήγηση από το λογοτεχνικό περιοδικό STORYWITS στο τεύχος Φεβρουαρίου 2025 -σελίδα 186.
Στη διεύθυνση της ιστοσελίδας του περιοδικού https://storywits.com/issues/
πατήστε στο κάτω μέρος της σελίδας πάνω στην εικόνα
του τεύχους Φεβρουαρίου 2025 για να ακούσετε και να διαβάσετε και
τη δική μου συμμετοχή (σελ. 186 ). Το STORYWITS είναι
το 1o online λογοτεχνικό περιοδικό που συνδυάζει την τεχνολογία με την
παραδοσιακή μορφή ενός αληθινού περιοδικού και όχι μιας απλής αρθρογραφίας.